Στο κείμενό μου για τον "Άγριο Σπόρο" του Τσίρου αναρωτήθηκα εάν ο ρεαλισμός στις παραστατικές τέχνες μεταπολιτευτικά αναδύθηκε ως ανάγκη των συγγραφέων να προσεγγίσουν πιο αληθινούς χαρακτήρες της καθημερινότητας ή εάν η επικοινωνία με ονειρικά ή συμβολικά αρχέτυπα άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο δυσχερής, επίπονη δραματουργικά ή ακόμη και αδύνατη προσληπτικά από το θεατή. Παρότι τείνω διαχρονικά προς το δεύτερο ενδεχόμενο, βλέποντας χτες - για πρώτη φορά - έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, κατάλαβα ότι και η πρώτη εξήγηση δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Ίσως τελικά, ο ρεαλισμός στο ελληνικό θέατρο έχει ανάγκη από μια πιο καθαρή θεωρητική χρονική κατάτμηση, με κρίσιμο σημείο καμπής τις δεκαετίες του '80 και '90.
Στο "Χάσαμε τη Θεία, Στοπ!" ο Διαλεγμένος ταξιδεύει πίσω στην πολύπαθη δεκαετία του '50, σε μια Ελλάδα εύθραστη, κλυδωνισμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο, με εικόνες μιας χώρας που ενώ σήμερα δεν έχουν άμεσες συνέπειες στην καθημερινότητά μας, εντούτοις έχουν ποτίσει μέσα στα χρόνια το συλλογικό μας εθνικό ασυνείδητο (ίσως και συνειδητό).
Το έργο ξετυλίγεται γύρω από δυο ήρωες, το Θανάση και την Ουρανία, ένα ζευγάρι γνώριμο σε πολλούς από εμάς. Παρότι ο καθένας φέρει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν τη διακριτή του ψυχοσύνθεση ως ήρωα, ταυτόχρονα αποτελούν και δημιουργήματα της εποχής τους και των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που - όπως όλους μας - πλάθουν και αυτούς καταλυτικά. Ο Θανάσης πιο "ρέμπελος" και σε μεγάλο βαθμό δέσμιος των ευθυνών και επιλογών του, ένα άλφα αρσενικό μιας άλλης εποχής, το οποίο εντούτοις δεν ξεδιπλώνεται από την αρχή στο θεατή, αλλά αριστοτεχνικά ο Διαλεγμένος αφήνει τις πτυχές του χαρακτήρα του να ανοίξουν φύλλο-φύλλο με την εξέλιξη της υπόθεσης. Η Ουρανία από την άλλη, μια νοικοκυρά, η οποία φέρει με ένα σχεδόν ενστικτώδη τρόπο την ευθύνη επιβίωσης του νοικοκυριού, πάση θυσία, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των επιλογών του ίδιους της του συζύγου!
Αφανής ήρωας και καταλύτης για το παρόν και μέλλον αυτού του ζευγαριού είναι η "Θεία", η οποία ψυχοραγεί επί μακρόν. Η συνεπικούρηση της κατάκοιτης θείας δεν έρχεται στο ζευγάρι ως απόρροια ενός ηθικού χρέους, αλλά περισσότερο υπο τη μορφή μιας αβέβαιης μεσοπρόθεσμης και καιροσκοπικής επένδυσης, εξαιρετικά αμφίβολου αποτελέσματος. Είναι ο "χαμός" της θείας που πυροδοτεί μια σειρά γεγονότων, αλλά προπάντων οδηγεί στην έκρηξη βαθιά καταπιεσμένων ενστίκτων, τα οποία το ζευγάρι θα δυσκολευτεί ουσιωδώς να αντιμετωπίσει.
Ο Διαλεγμένος γράφει την ιστορία ενός ζευγαριού του '50, με έναν απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο, ο οποίος - όπως και η ίδια η ζωή - περιέχει γέλιο, δράμα, ειρωνεία, κοινωνική παρεμβατικότητα, μυστικά, ψέματα και εκρήξεις. Ο ίδιος ο Διαλεγμένος έχει αναφέρει σε συνέντευξή του ότι το έργο γράφτηκε σχεδόν “κατά τύχη”, ύστερα από παρότρυνση της γυναίκας του. Αυτή η αβίαστη γέννηση ίσως εξηγεί και την προφορικότητα του κειμένου: δεν είναι κατασκευή, αλλά σχεδόν καταγραφή μιας ιστορίας που του προέκυψε φυσικά.
Στην πραγματικότητα το έργο, αν και συστήνεται ως κωμωδία, είναι βαθιά δραματικό, ενώ θα το περιέγραφα ως μια κλιμακωτή προδιαγεγραμμένη έκρηξη μεταξύ δύο ανθρώπων, έναν ελληνικό μετεμφυλιακό "Πόλεμο των Ρόουζ". Η δεκαετία του '50, με τη φτώχεια, τη μιζέρια και την καθημερινή επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων, δεν λειτουργεί απλώς ως φόντο, αλλά ως καμβάς για την ίδια την υπόθεση. Είναι ο μηχανισμός που διαμορφώνει τις ηθικές επιλογές των ηρώων. Η σχέση του ζευγαριού με την κληρονομιά της θείας δεν είναι απλώς πλοκή, είναι προϊόν της εποχής.
Παράλληλα, το έργο μπορεί να το δει κανείς και ως μια αλληγορική ανάγνωση της νεοελληνικής ιστορίας, ιδίως μετά τον εμφύλιο, ιδίως ως προς το σκέλος της "ξένης βοήθειας".
Προσωπικά, προτιμώ την πρώτη, πιο άμεση και ρεαλιστική ανάγνωση του έργου, όπου η βία και η φθορά δεν λειτουργούν ως σύμβολα, αλλά ως καθημερινά βιώματα.
Στο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στο Νέο Φιλίπ, υπό τις οδηγίες του Χ. Τριπόδη, το έργο προσεγγίζεται με έναν ευλαβικό σεβασμό στο πνεύμα του Διαλεγμένου. Κάπου άκουσα ότι στις πρόβες είχε επισκεφτεί το θίασο και ο ίδιος ο συγγραφέας, μεταφέροντας τις συμβουλές του στους συντελεστές, πρακτική που ακολουθεί διαχρονικά ο συγγραφέας στα ανεβάσματα των έργων του.
Βλέποντας το έργο κάποιος για πρώτη φορά, με μια αρχική πρόθεση παρακολούθησης μιας κωμωδίας, ειδικά με έναν τέτοιο θίασο, χωρίς να γνωρίζει το κείμενο, μένει λίγο μετέωρος στο κλείσιμο της πρώτης πράξης. Η μεγάλη σχετικά διάρκεια της πράξης, η απόλυτη προσήλωση στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι μέσω της διαδοχής στιγμών από την καθημερινότητά τους, με τη θεία πάντα στο παρασκήνιο, σε αφήνουν να απορείς για το πως προς τα που μπορεί να κινηθεί το έργο. Κι εδώ θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η επιλογή να μην παρέμβει ο Τριπόδης ιδίως στην έκταση της πρώτης πράξης, δεν είναι αδυναμία, αλλά συνειδητή άρνηση παρέμβασης στο υλικό.
Η δεύτερη πράξη μπορεί να αφήνει χαραμάδες σε άλλους χαρακτήρες να μπουν εμβόλιμα στην πλοκή, αλλά στην ουσία το έργο συνεχίζει να παραμένει μια υπόθεση δύο χαρακτήρων. Μάλιστα μετά από μια έκρηξη του κωμικού στοιχείου, με τη βοήθεια των τριών γειτονισσών, η αλήθεια σκάει σαν κακοφορμισμένο σπύρι, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.
Το κείμενο του Διαλεγμένου, ακραία ρεαλιστικό, σχεδόν σαν να ακούς τους ήρωες από τη διπλανή πόρτα. Η μαεστρία του χειρισμού των εναλλαγών μεταξύ του κωμικού και του δραματικού στοιχείου είναι υποδειγματική, ενώ σε καμιά περίπτωση αυτή δεν γίνεται άτσαλα ή απανωτά, όπως βλέπουμε συχνά σε πιο σύγχρονούς έλληνες συγγραφείς, λάτρεις του ρεαλιστικού ή νατουραλιστικού στοιχεία. Την ίδια στιγμή, παρότι οι ήρωες είναι λαϊκοί άνθρωποι, δεν κουβαλούν ούτε σε ένα τόσο δα βαθμό το λούμπεν στοιχείο, το οποίο βρίθει στη νεοελληνική δραματουργία. Το δράμα τους είναι βαθιά ανθρώπινο και γνήσιο, ενώ τα πάθη τους δεν είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά προκειμένου να αποτελέσουν δραματουργική πρώτη ύλη.
Σε τελική ανάλυση, η απλή ανθρώπινη και κοινωνική συνθήκη αποτελούσε διαχρονικά την πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης. Αυτό που θεωρώ ότι διαφοροποιεί τις πιο κλασσικές προσεγγίσεις από τις πιο σύγχρονες, στερώντας τις τελευταίες από τις πολλαπλές αναγνώσεις του κειμένου και των ηρώων, είναι ότι στα πιο κλασσικά κείμενα η ανθρώπινη συνθήκη δεν ήταν αποκομμένη από την κοινωνική, πολιτική και ιστορική συνθήκη, ενώ στα πιο σύγχρονα έργα ο ήρωας βιώνει πολύ πιο εγωιστικά το δράμα του, σχεδόν αποκομμένος από τις λοιπές συνθήκες που τον περιτριγυρίζουν. Με λίγα λόγια, οι πιο επιφανειακές προσεγγίσεις των ηρώων, αλλοιώνουν στο τέλος και την ουσία του δράματος που βιώνουν, αποκόπτωντας σε μεγάλο βαθμό από μερίδιο των θεατών το νήμα ταύτισης με αυτούς. Η αποκοπή αυτή αλλοιώνει τελικά και το ίδιο το δράμα, καθιστώντας το λιγότερο αναγνωρίσιμο και λιγότερο συλλογικό.
Ας έρθουμε, όμως, σε ένα πιο διαχρονικό δίλημμα, εκείνο μεταξύ του κειμένου και της σκηνοθεσίας. Πώς μπορεί η τελευταία να υπηρετήσει το πρώτο ή - ακόμη περισσότερο - το βλέμμα ενός σκηνοθέτη να δώσει μια διαφορετική πνοή σε ένα κείμενο;
Εδώ, η προσέγγιση του ίδιου του Διαλεγμένου σε παλαιότερη συνέντευξή του δεν αφήνει παρερμηνείες σχετικά με το πώς βλέπει το θέμα: "Δεν θέλω να έρθω σε επαφή με τους ανθρώπους αυτούς που θα πρέπει να τους λέω «έτσι πρέπει και όχι αλλιώς». Γιατί εγώ το έχω γράψει. Πάντα τους λέω ότι εσείς δεν είστε δημιουργοί, αλλά καλοί διεκπεραιωταί. Ο δημιουργός είναι αυτός που το φαντάζεται και σ' το δίνει ζωντανό [...] Αυτά που γράφω δεν τα σκηνοθετώ, ώστε να μπορώ να είμαι από κάτω και να τα ελέγχω. Και όταν κάτι πάει στραβά, να το λέω. Ποτέ δεν αδικώ τον σκηνοθέτη αν δω ότι κάνει κάτι ωραίο. Αν, όμως, δω ότι κάνει παρασπονδία στο έργο, αμέσως αρχίζει ο πόλεμος. Στην αρχή μού έλεγαν να μην πηγαίνω στις πρόβες. Εγώ πάω όποτε θέλω, αν και κανείς δεν με θέλει. Αυτοί θέλουν νεκρούς ή ασήμαντους συγγραφείς.".
Ως ένα βαθμό κατανοώ τις προθέσεις και το νόημα των όσων ισχυρίζεται ο Διαλεγμένος, εντούτοις δεν μπορώ να συμφωνήσω απόλυτα μαζί του. Για μένα η συμβολή της σκηνοθετικής ματιάς είναι καταλυτική για την αναπνοή του έργου. Κατανοώ ότι μπορεί να μην είναι συνεπής πολλές φορές ως προς τις προθέσεις του συγγραφέα, με αυτό να γίνεται πολύ πιο έντονο και εμφανές στα πρώτα ανεβάσματα του έργου. Ωστόσο, σε έργα που έχουν προσεγγισθεί πολλαπλά ή αφορούν σε πιο παλιές εποχές, η διαφορετική σκηνοθετική ματιά δίνει νέα πνοή στο έργο, σχεδόν σαν να το ξαναγεννά. Η σκηνοθετική ματιά δεν αποτελεί ασέβεια, αλλά όρο επιβίωσης του ίδιου του έργου. Στο τέλος της ημέρας αυτό είναι και η μαγεία του ίδιου του θεάτρου, αλλά και της τέχνης εν γένει, δηλαδή η ικανότητα το ίδιο κείμενο ή καλλιτεχνική δημιουργία να ειδωθεί από πολλές και διαφορετικές πλευρές τόσο από τους συντελεστές, όσο και από το ίδιο το κοινό.
Κι εδώ είναι ίσως το μοναδικό σημείο στο οποίο θεωρώ ότι το εγχείρημα του Χ. Τριπόδη υστερεί λίγο. Παρότι έχει πλαισιώσει το ανέβασμα του έργου με εξαιρετικούς συντελεστές πάνω και πίσω από την σκηνή, στο τέλος δεν αναμετριέται σκηνοθετικά με το ίδιο το κείμενο, επιλέγοντας μια στάση πιστότητας. Το σέβεται τόσο πολύ, σχεδόν με μια θρησκευτική ευλάβεια, που στο τέλος καταλήγει περισσότερο σε ένα φόρο τιμής στο Διαλεγμένο, παρά σε μια σύγχρονη προσέγγιση και οπτική στο έργο του. Αυτό σε μεγάλο βαθμό μπορεί να ικανοποιεί παράφορα - χωρίς να το γνωρίζω με βεβαιότητα - το δημιουργό, αλλά δεν δίνει κάτι παραπάνω στο θεατή που αποζητά κάτι παραπάνω από μια καλλιτεχνική αναπαραγωγή. Ίσως μια μικρότερη τόλμη στη διάρκεια της πρώτης πράξης ή μια λιγότερο αυστηρή σκηνογραφική προσήλωση στη δεκαετία του '50 να άνοιγαν δρόμους προς μια πιο ενεργή συνομιλία με το σήμερα και τη διαχρονικότητα του έργου - η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι υπαρκτή. Ιδίως, η αυστηρή σκηνογραφική προσήλωση στη δεκαετία του ’50 λειτουργεί μεν ως φόρος τιμής, αλλά περιορίζει τη δυνατότητα να αναδειχθεί η διαχρονικότητα των χαρακτήρων.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο θρησκευτικός σεβασμός στο έργο ενός δημιουργού στερεί τελικά από το καλλιτεχνικό παραγόμενο τη ζωντάνια, τη διαφορετικότητα και την ανάγκη του "συν-δημιουργού" να δει την πρώτη του ύλη με μια διαφορετική ματιά, καθοδηγώντας έτσι και το κοινό σε νέους δρόμους. Η αναμέτρηση με το κείμενο δεν το ακυρώνει· αντίθετα, συχνά το απελευθερώνει, επιτρέποντάς του να αναπνεύσει σε νέες εποχές και νέες αναγνώσεις.
Ίσως αυτό που μένει από κάθε συνάντηση με ένα έργο είναι η διαπίστωση ότι τα κείμενα δεν είναι ποτέ ακίνητα. Ανασαίνουν μέσα από όσους τα διαβάζουν και τα βλέπουν, αλλάζουν με τις εποχές, αντανακλούν τις ανάγκες και τις ανησυχίες κάθε κοινού. Κάποιες φορές χρειάζονται προστασία, άλλες φορές μια νέα ματιά. Η αξία τους, όμως, βρίσκεται ακριβώς σε αυτή τη διαρκή μεταμόρφωση: στο ότι μπορούν να ανοίγονται σε νέες αναγνώσεις χωρίς να χάνουν τον πυρήνα της αλήθειάς τους, όπως ένα τοπίο που αλλάζει φως, αλλά όχι μορφή!
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε εδώ.





Στο "Χάσαμε τη Θεία, Στοπ!" ο Διαλεγμένος ταξιδεύει πίσω στην πολύπαθη δεκαετία του '50, σε μια Ελλάδα εύθραστη, κλυδωνισμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο, με εικόνες μιας χώρας που ενώ σήμερα δεν έχουν άμεσες συνέπειες στην καθημερινότητά μας, εντούτοις έχουν ποτίσει μέσα στα χρόνια το συλλογικό μας εθνικό ασυνείδητο (ίσως και συνειδητό).
Το έργο ξετυλίγεται γύρω από δυο ήρωες, το Θανάση και την Ουρανία, ένα ζευγάρι γνώριμο σε πολλούς από εμάς. Παρότι ο καθένας φέρει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν τη διακριτή του ψυχοσύνθεση ως ήρωα, ταυτόχρονα αποτελούν και δημιουργήματα της εποχής τους και των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που - όπως όλους μας - πλάθουν και αυτούς καταλυτικά. Ο Θανάσης πιο "ρέμπελος" και σε μεγάλο βαθμό δέσμιος των ευθυνών και επιλογών του, ένα άλφα αρσενικό μιας άλλης εποχής, το οποίο εντούτοις δεν ξεδιπλώνεται από την αρχή στο θεατή, αλλά αριστοτεχνικά ο Διαλεγμένος αφήνει τις πτυχές του χαρακτήρα του να ανοίξουν φύλλο-φύλλο με την εξέλιξη της υπόθεσης. Η Ουρανία από την άλλη, μια νοικοκυρά, η οποία φέρει με ένα σχεδόν ενστικτώδη τρόπο την ευθύνη επιβίωσης του νοικοκυριού, πάση θυσία, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των επιλογών του ίδιους της του συζύγου!
Αφανής ήρωας και καταλύτης για το παρόν και μέλλον αυτού του ζευγαριού είναι η "Θεία", η οποία ψυχοραγεί επί μακρόν. Η συνεπικούρηση της κατάκοιτης θείας δεν έρχεται στο ζευγάρι ως απόρροια ενός ηθικού χρέους, αλλά περισσότερο υπο τη μορφή μιας αβέβαιης μεσοπρόθεσμης και καιροσκοπικής επένδυσης, εξαιρετικά αμφίβολου αποτελέσματος. Είναι ο "χαμός" της θείας που πυροδοτεί μια σειρά γεγονότων, αλλά προπάντων οδηγεί στην έκρηξη βαθιά καταπιεσμένων ενστίκτων, τα οποία το ζευγάρι θα δυσκολευτεί ουσιωδώς να αντιμετωπίσει.
Ο Διαλεγμένος γράφει την ιστορία ενός ζευγαριού του '50, με έναν απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο, ο οποίος - όπως και η ίδια η ζωή - περιέχει γέλιο, δράμα, ειρωνεία, κοινωνική παρεμβατικότητα, μυστικά, ψέματα και εκρήξεις. Ο ίδιος ο Διαλεγμένος έχει αναφέρει σε συνέντευξή του ότι το έργο γράφτηκε σχεδόν “κατά τύχη”, ύστερα από παρότρυνση της γυναίκας του. Αυτή η αβίαστη γέννηση ίσως εξηγεί και την προφορικότητα του κειμένου: δεν είναι κατασκευή, αλλά σχεδόν καταγραφή μιας ιστορίας που του προέκυψε φυσικά.
Στην πραγματικότητα το έργο, αν και συστήνεται ως κωμωδία, είναι βαθιά δραματικό, ενώ θα το περιέγραφα ως μια κλιμακωτή προδιαγεγραμμένη έκρηξη μεταξύ δύο ανθρώπων, έναν ελληνικό μετεμφυλιακό "Πόλεμο των Ρόουζ". Η δεκαετία του '50, με τη φτώχεια, τη μιζέρια και την καθημερινή επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων, δεν λειτουργεί απλώς ως φόντο, αλλά ως καμβάς για την ίδια την υπόθεση. Είναι ο μηχανισμός που διαμορφώνει τις ηθικές επιλογές των ηρώων. Η σχέση του ζευγαριού με την κληρονομιά της θείας δεν είναι απλώς πλοκή, είναι προϊόν της εποχής.
Παράλληλα, το έργο μπορεί να το δει κανείς και ως μια αλληγορική ανάγνωση της νεοελληνικής ιστορίας, ιδίως μετά τον εμφύλιο, ιδίως ως προς το σκέλος της "ξένης βοήθειας".
Προσωπικά, προτιμώ την πρώτη, πιο άμεση και ρεαλιστική ανάγνωση του έργου, όπου η βία και η φθορά δεν λειτουργούν ως σύμβολα, αλλά ως καθημερινά βιώματα.
Στο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στο Νέο Φιλίπ, υπό τις οδηγίες του Χ. Τριπόδη, το έργο προσεγγίζεται με έναν ευλαβικό σεβασμό στο πνεύμα του Διαλεγμένου. Κάπου άκουσα ότι στις πρόβες είχε επισκεφτεί το θίασο και ο ίδιος ο συγγραφέας, μεταφέροντας τις συμβουλές του στους συντελεστές, πρακτική που ακολουθεί διαχρονικά ο συγγραφέας στα ανεβάσματα των έργων του.
Βλέποντας το έργο κάποιος για πρώτη φορά, με μια αρχική πρόθεση παρακολούθησης μιας κωμωδίας, ειδικά με έναν τέτοιο θίασο, χωρίς να γνωρίζει το κείμενο, μένει λίγο μετέωρος στο κλείσιμο της πρώτης πράξης. Η μεγάλη σχετικά διάρκεια της πράξης, η απόλυτη προσήλωση στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι μέσω της διαδοχής στιγμών από την καθημερινότητά τους, με τη θεία πάντα στο παρασκήνιο, σε αφήνουν να απορείς για το πως προς τα που μπορεί να κινηθεί το έργο. Κι εδώ θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η επιλογή να μην παρέμβει ο Τριπόδης ιδίως στην έκταση της πρώτης πράξης, δεν είναι αδυναμία, αλλά συνειδητή άρνηση παρέμβασης στο υλικό.
Η δεύτερη πράξη μπορεί να αφήνει χαραμάδες σε άλλους χαρακτήρες να μπουν εμβόλιμα στην πλοκή, αλλά στην ουσία το έργο συνεχίζει να παραμένει μια υπόθεση δύο χαρακτήρων. Μάλιστα μετά από μια έκρηξη του κωμικού στοιχείου, με τη βοήθεια των τριών γειτονισσών, η αλήθεια σκάει σαν κακοφορμισμένο σπύρι, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.
Το κείμενο του Διαλεγμένου, ακραία ρεαλιστικό, σχεδόν σαν να ακούς τους ήρωες από τη διπλανή πόρτα. Η μαεστρία του χειρισμού των εναλλαγών μεταξύ του κωμικού και του δραματικού στοιχείου είναι υποδειγματική, ενώ σε καμιά περίπτωση αυτή δεν γίνεται άτσαλα ή απανωτά, όπως βλέπουμε συχνά σε πιο σύγχρονούς έλληνες συγγραφείς, λάτρεις του ρεαλιστικού ή νατουραλιστικού στοιχεία. Την ίδια στιγμή, παρότι οι ήρωες είναι λαϊκοί άνθρωποι, δεν κουβαλούν ούτε σε ένα τόσο δα βαθμό το λούμπεν στοιχείο, το οποίο βρίθει στη νεοελληνική δραματουργία. Το δράμα τους είναι βαθιά ανθρώπινο και γνήσιο, ενώ τα πάθη τους δεν είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά προκειμένου να αποτελέσουν δραματουργική πρώτη ύλη.
Σε τελική ανάλυση, η απλή ανθρώπινη και κοινωνική συνθήκη αποτελούσε διαχρονικά την πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης. Αυτό που θεωρώ ότι διαφοροποιεί τις πιο κλασσικές προσεγγίσεις από τις πιο σύγχρονες, στερώντας τις τελευταίες από τις πολλαπλές αναγνώσεις του κειμένου και των ηρώων, είναι ότι στα πιο κλασσικά κείμενα η ανθρώπινη συνθήκη δεν ήταν αποκομμένη από την κοινωνική, πολιτική και ιστορική συνθήκη, ενώ στα πιο σύγχρονα έργα ο ήρωας βιώνει πολύ πιο εγωιστικά το δράμα του, σχεδόν αποκομμένος από τις λοιπές συνθήκες που τον περιτριγυρίζουν. Με λίγα λόγια, οι πιο επιφανειακές προσεγγίσεις των ηρώων, αλλοιώνουν στο τέλος και την ουσία του δράματος που βιώνουν, αποκόπτωντας σε μεγάλο βαθμό από μερίδιο των θεατών το νήμα ταύτισης με αυτούς. Η αποκοπή αυτή αλλοιώνει τελικά και το ίδιο το δράμα, καθιστώντας το λιγότερο αναγνωρίσιμο και λιγότερο συλλογικό.
Ας έρθουμε, όμως, σε ένα πιο διαχρονικό δίλημμα, εκείνο μεταξύ του κειμένου και της σκηνοθεσίας. Πώς μπορεί η τελευταία να υπηρετήσει το πρώτο ή - ακόμη περισσότερο - το βλέμμα ενός σκηνοθέτη να δώσει μια διαφορετική πνοή σε ένα κείμενο;
Εδώ, η προσέγγιση του ίδιου του Διαλεγμένου σε παλαιότερη συνέντευξή του δεν αφήνει παρερμηνείες σχετικά με το πώς βλέπει το θέμα: "Δεν θέλω να έρθω σε επαφή με τους ανθρώπους αυτούς που θα πρέπει να τους λέω «έτσι πρέπει και όχι αλλιώς». Γιατί εγώ το έχω γράψει. Πάντα τους λέω ότι εσείς δεν είστε δημιουργοί, αλλά καλοί διεκπεραιωταί. Ο δημιουργός είναι αυτός που το φαντάζεται και σ' το δίνει ζωντανό [...] Αυτά που γράφω δεν τα σκηνοθετώ, ώστε να μπορώ να είμαι από κάτω και να τα ελέγχω. Και όταν κάτι πάει στραβά, να το λέω. Ποτέ δεν αδικώ τον σκηνοθέτη αν δω ότι κάνει κάτι ωραίο. Αν, όμως, δω ότι κάνει παρασπονδία στο έργο, αμέσως αρχίζει ο πόλεμος. Στην αρχή μού έλεγαν να μην πηγαίνω στις πρόβες. Εγώ πάω όποτε θέλω, αν και κανείς δεν με θέλει. Αυτοί θέλουν νεκρούς ή ασήμαντους συγγραφείς.".
Ως ένα βαθμό κατανοώ τις προθέσεις και το νόημα των όσων ισχυρίζεται ο Διαλεγμένος, εντούτοις δεν μπορώ να συμφωνήσω απόλυτα μαζί του. Για μένα η συμβολή της σκηνοθετικής ματιάς είναι καταλυτική για την αναπνοή του έργου. Κατανοώ ότι μπορεί να μην είναι συνεπής πολλές φορές ως προς τις προθέσεις του συγγραφέα, με αυτό να γίνεται πολύ πιο έντονο και εμφανές στα πρώτα ανεβάσματα του έργου. Ωστόσο, σε έργα που έχουν προσεγγισθεί πολλαπλά ή αφορούν σε πιο παλιές εποχές, η διαφορετική σκηνοθετική ματιά δίνει νέα πνοή στο έργο, σχεδόν σαν να το ξαναγεννά. Η σκηνοθετική ματιά δεν αποτελεί ασέβεια, αλλά όρο επιβίωσης του ίδιου του έργου. Στο τέλος της ημέρας αυτό είναι και η μαγεία του ίδιου του θεάτρου, αλλά και της τέχνης εν γένει, δηλαδή η ικανότητα το ίδιο κείμενο ή καλλιτεχνική δημιουργία να ειδωθεί από πολλές και διαφορετικές πλευρές τόσο από τους συντελεστές, όσο και από το ίδιο το κοινό.
Κι εδώ είναι ίσως το μοναδικό σημείο στο οποίο θεωρώ ότι το εγχείρημα του Χ. Τριπόδη υστερεί λίγο. Παρότι έχει πλαισιώσει το ανέβασμα του έργου με εξαιρετικούς συντελεστές πάνω και πίσω από την σκηνή, στο τέλος δεν αναμετριέται σκηνοθετικά με το ίδιο το κείμενο, επιλέγοντας μια στάση πιστότητας. Το σέβεται τόσο πολύ, σχεδόν με μια θρησκευτική ευλάβεια, που στο τέλος καταλήγει περισσότερο σε ένα φόρο τιμής στο Διαλεγμένο, παρά σε μια σύγχρονη προσέγγιση και οπτική στο έργο του. Αυτό σε μεγάλο βαθμό μπορεί να ικανοποιεί παράφορα - χωρίς να το γνωρίζω με βεβαιότητα - το δημιουργό, αλλά δεν δίνει κάτι παραπάνω στο θεατή που αποζητά κάτι παραπάνω από μια καλλιτεχνική αναπαραγωγή. Ίσως μια μικρότερη τόλμη στη διάρκεια της πρώτης πράξης ή μια λιγότερο αυστηρή σκηνογραφική προσήλωση στη δεκαετία του '50 να άνοιγαν δρόμους προς μια πιο ενεργή συνομιλία με το σήμερα και τη διαχρονικότητα του έργου - η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι υπαρκτή. Ιδίως, η αυστηρή σκηνογραφική προσήλωση στη δεκαετία του ’50 λειτουργεί μεν ως φόρος τιμής, αλλά περιορίζει τη δυνατότητα να αναδειχθεί η διαχρονικότητα των χαρακτήρων.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο θρησκευτικός σεβασμός στο έργο ενός δημιουργού στερεί τελικά από το καλλιτεχνικό παραγόμενο τη ζωντάνια, τη διαφορετικότητα και την ανάγκη του "συν-δημιουργού" να δει την πρώτη του ύλη με μια διαφορετική ματιά, καθοδηγώντας έτσι και το κοινό σε νέους δρόμους. Η αναμέτρηση με το κείμενο δεν το ακυρώνει· αντίθετα, συχνά το απελευθερώνει, επιτρέποντάς του να αναπνεύσει σε νέες εποχές και νέες αναγνώσεις.
Ίσως αυτό που μένει από κάθε συνάντηση με ένα έργο είναι η διαπίστωση ότι τα κείμενα δεν είναι ποτέ ακίνητα. Ανασαίνουν μέσα από όσους τα διαβάζουν και τα βλέπουν, αλλάζουν με τις εποχές, αντανακλούν τις ανάγκες και τις ανησυχίες κάθε κοινού. Κάποιες φορές χρειάζονται προστασία, άλλες φορές μια νέα ματιά. Η αξία τους, όμως, βρίσκεται ακριβώς σε αυτή τη διαρκή μεταμόρφωση: στο ότι μπορούν να ανοίγονται σε νέες αναγνώσεις χωρίς να χάνουν τον πυρήνα της αλήθειάς τους, όπως ένα τοπίο που αλλάζει φως, αλλά όχι μορφή!
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε εδώ.





Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου