Ο ρεαλισμός στις παραστατικές τέχνες, η ανάγκη να αποτυπώσεις τις συμπεριφορές των ανθρώπων και τις μεταξύ τους σχέσεις με μια ωμότητα, σχεδόν σαν να τους παρατηρείς μέσα από την κλειδαρότρυπα ή ως ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, είναι στοιχείο που συναντά κανείς εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, στο ελληνικό θέατρο θεωρώ ότι αυτό γίνεται πιο αισθητό μεταπολιτευτικά, με τη φιγούρα του «νεοέλληνα» να τοποθετείται στον πυρήνα της σύγχρονης αφήγησης.
Αναρωτιέμαι αν το σημείο εκκίνησης αυτής της τάσης εντοπίζεται στην ανάγκη των δημιουργών - και του κοινού - να ταυτιστούν με πραγματικούς χαρακτήρες και αναγνωρίσιμα πρόσωπα ή αν, πλέον, η επικοινωνία με ονειρικά ή συμβολικά αρχέτυπα, με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, καθίσταται ολοένα και πιο επίπονη δραματουργικά ή ακόμη και αδύνατη προσληπτικά.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν αναφέρομαι στο ρεαλιστικό θέατρο του Τσέχοφ και του Ίψεν. Υπό αυτή την έννοια, η χρήση του όρου «ρεαλιστικό» μπορεί να είναι έως και παρελκυστική, αν και υπάρχει μεγάλη συζήτηση στη θεατρολογία γύρω από το ζήτημα.
Όταν είδα πριν χρόνια τα «170 Τετραγωνικά» του Γ. Τσουρή, περιέγραψα ένα φανταστικό θεατρικό genre με τον όρο «Μικροαστικός Νατουραλισμός», υπό την έννοια ότι προσφέρει στο θεατή μια "φέτα ζωής", κατά τον Ε. Ζολά, αλλά με εστίαση ιδίως στις εκφάνσεις του μικροαστισμού του νεοέλληνα στη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα.
Το έργο του Γ. Τσίρου είναι σίγουρα ρεαλιστικό — κάτι που αναγνωρίζει και ο ίδιος σε συνεντεύξεις του — υπό την έννοια ότι οι χαρακτήρες του είναι άνθρωποι που όλοι αναγνωρίζουμε λίγο-πολύ, παρουσιάζονται με έναν καθαρό τρόπο, εντάσσονται στη σύγχρονη πραγματικότητα, εκφέρουν ρεαλιστικό λόγο και τους απασχολούν πραγματικά προβλήματα. Γύρω από τις ιστορίες των πρωταγωνιστών των έργων του ξετυλίγονται κοινωνικές παθογένειες, κοινωνικά φαινόμενα και η δυσωδία της νεοελληνικής πραγματικότητας. Αναφέρομαι ιδίως στον όρο «δυσωδία», καθώς αυτή είναι έμφυτη στο έργο του Τσίρου τόσο τεχνικά — σε επίπεδο κειμένου, αφήγησης και κτισίματος χαρακτήρων — όσο και αισθητηριακά, σε επίπεδο σωματοποιημένης πρόσληψης και βιωματικής μέθεξης του θεατή. Καταλυτική, βέβαια, σε αυτό είναι πάντα και η σκηνοθετική ματιά, με τη Σ. Καραγιάννη, στην προκείμενη περίπτωση της παράστασης του "Άγριου Σπόρου" στο Μικρό Χόρν, να αμβλύνει σε σημεία το ρεαλιστικό στοιχείο μέσα από «γαλάζιες» ψυχικές και λεπτές μεταβάσεις.
Στο πιο εμβληματικό, ίσως, έργο αυτό του Τσίρου, συναντούμε τον Σταύρο, μια διττή φιγούρα που συναθροίζει τα πάθη του νεοέλληνα και τις κοινωνικοοικονομικές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους. Παράνομος καντινιέρης και χοιροτρόφος που δεν προσαρμόζεται στις σύγχρονες τεχνικές κτηνοτροφίας, ο Σταύρος εξελίσσεται σε αποδιοπομπαίο τράγο για την τοπική κοινωνία, με αφορμή την εξαφάνιση ενός νεαρού hipster ξένου τουρίστα. Δίπλα του η κόρη του, που έχει βαλτώσει στον κόσμο και στη σκιά του πατέρα της, ενώ την έχουν καταπιεί η δυσοσμία του χοιροτροφείου και η λίγδα της καντίνας. Την τριπλέτα των χαρακτήρων ολοκληρώνει ένας νεαρός αστυνομικός, σύμβολο της εξουσίας, ο οποίος όμως, σε μια τοπική κοινωνία, ακροβατεί μετέωρα ανάμεσα στην οικειότητα και την επιβολή. Ο Τσίρος κτίζει με μαεστρία τους χαρακτήρες του και, παρότι μπορεί να μη σου προκαλέσουν συμπάθεια ή οίκτο, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι ο συγγραφέας κάνει εξαιρετικά τη δουλειά του.
Τα πάθη, όμως, του Σταύρου είναι απόρροια μιας υπερκείμενης κοινωνικής κρίσης ή φέρουν και ένα ισχυρό στοιχείο διαχρονικής, προσωπικής συνενοχής; Είναι το σύστημα που τον περιθωριοποιεί ή βιώνει ένα προδιαγεγραμμένο τέλος που ο ίδιος καλλιέργησε και αργά ή γρήγορα δεν θα μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό; Και, τελικά, οι επιπτώσεις αυτής της πορείας είναι του ίδιου βάρους για τον ίδιο και για την κόρη του;
Ο Τσίρος, ιδίως μέσα από την αλληγορία του άγριου σπόρου που φύεται ακόμη και στα πιο άγονα εδάφη, και αργεί στην πλοκή του έργου να μας φανερώσει τη σημασία του, δεν μοιάζει να δίνει απόλυτο συγχωροχάρτι στον κεντρικό ήρωα, αλλά σίγουρα τον αντιμετωπίζει με μια μορφή συμπάθειας. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι ο "Άγριος Σπόρος" είναι αποτέλεσμα σποράς πριν από την κρίση του 2010 και βλασταίνει και ανθίζει μέσα στη δίνη των γεγονότων που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου. Ο Σταύρος είναι ένας άνθρωπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια εποχή η οποία σταδιακά πεθαίνει. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να επιβιώσει σε μια νέα τάξη πραγμάτων, με ρυθμούς και συνθήκες που τον ξεπερνούν. Δεν μπορεί να τους ακολουθήσει, τρέχει λαχανιασμένος πίσω τους. Κι ενώ μπορεί να προκαλέσει ένα αίσθημα συμπόνιας ή λύπησης ως έρμαιο της αλλαγής, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για την κόρη του, η οποία, υποκινούμενη από τη συναισθηματική εξάρτηση από τον πατέρα της, προχωρά σε συνειδητές επιλογές αυτοπάθειας.
Φεύγοντας λίγο από το έργο καθαυτό, νιώθω την ανάγκη να εστιάσω στην αυξανόμενη επιθυμία των σύγχρονων θεατρικών συγγραφέων για αυτόν τον ωμό ρεαλισμό ή νατουραλισμό — ας το ονομάσουμε όπως θέλουμε. Πόσο ανάγκη τον έχει, άραγε, η τέχνη;
Η απάντηση, θαρρώ, οφείλει να προκύπτει αβίαστα: η Τέχνη φέρει πρωτίστως την ανάγκη του δημιουργού και δευτερευόντως τη δίψα και αποδοχή του κοινού. Υπό αυτή την οπτική, βάση ανάγκης προφανώς και υπάρχει.
Σε πιο προσωπικό επίπεδο, όμως, με αφορμή παλαιότερα τα "170 Τετραγωνικά" ή τα "Αξύριστα Πηγούνια", δεν αντλώ ιδιαίτερη ωφέλεια από το να συναντώ στο θέατρο - και στην τέχνη εν γένει - τις κόπιες ανθρώπων με τους οποίους συνδιαλέγομαι με δυσκολία, μισώ να συνυπάρχω και επιλέγω, ομολογουμένως με δόσεις ελιτισμού, να αποφεύγω. Ο Σταύρος δεν μου προκαλεί συμπάθεια, αντιθέτως, παρότι βάλλεται αδίκως, θεωρώ ότι επί χρόνια έσκαβε τον λάκκο μέσα στον οποίο η τοπική κοινωνία διψούσε να τον ρίξει και να τον θάψει. Ήταν το ίδιο το ένστικο επιβίωσης του Σταύρου ελλειμματικό. Εκλεκτές αναλογίες μπορούν να βρεθούν και στην Ελλάδα του 2010, αλλά και στην ευθύνη της για την είσοδο της χώρας στα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση...
Στο πλαίσιο αυτό, τα έργα του Τσίρου, του Τσουρή, του Οικονομίδη και άλλων, δεν μου προσφέρουν τροφή για σκέψη (ίσως όχι αυτή που επιθυμώ πια), ιδίως υπό την έννοια της υπέρβασης ή της φαντασιακής ρήξης. Ίσως μου επιβεβαιώνουν πάλι ένα αδιέξοδο που ήδη γνωρίζω, και αυτό δεν μου είναι πλεόν αρκετό. Την ίδια στιγμή, νιώθω ότι συχνά εξωραΐζουν μια συνθήκη που δεν έχω καμία διάθεση να δικαιολογήσω ή ακόμη και να κατανοήσω. Υπό αυτή την έννοια, παρότι οι δημιουργοί αυτοί εντάσσονται σε μια σχόλή θεατρικού ρεαλισμού ή νατουραλισμού, βρίσκω ότι φέρουν - συνειδητά ή ασυνείδητα, μικρή σημασία έχει εδώ η πρόθεση - μια έντονα στρατευμένη διάθεση, άλλοτε με εμφανές πατερναλιστικό στοιχείο, άλλοτε πιο ήπια, με στοιχεία απλής δεοντολογίας.
Με αφορμή τα «Αξύριστα Πηγούνια» είχα γράψει παλαιότερα:"Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αφουγκραστούμε το “θέατρο” που διαδραματίζεται γύρω μας, ώστε να έχουμε ανάγκη να το συναντήσουμε ξανά πάνω στο θεατρικό σανίδι; Γιατί επιζητούμε ρεαλιστικούς πρωταγωνιστές και όχι ονειρικά αρχέτυπα με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης; Τόσο πολύ έχουμε συνηθίσει το “τέρας” που λαχταρούμε την αναπαράστασή του μέσα στην τέχνη;". Προφανώς και δεν έχω απάντηση στα παραπάνω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι έχω το δικαίωμα να ορίζω το μίγμα νοσηρότητας, ωμότητας, ρεαλισμού, ονειρικότητας, ιδεαλισμού, ρομαντισμού και κατηγορηματικής προσταγής που επιθυμώ να υπάρχει στη ζωή μου - και, κυρίως, στην τέχνη που επιλέγω να ακολουθώ.
Ίσως, τελικά, το ερώτημα αν ο ρεαλισμός ή ο νατουραλισμός έχουν θέση στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο να είναι κίβδηλο ή ανούσιο. Ίσως το ερώτημα να είναι τι ζητά κανείς από την τέχνη και πόσο διατεθειμένος είναι να συναντήσει μέσα από αυτή, ξανά και ξανά, τον ίδιο κόσμο από τον οποίο προσπαθεί καθημερινά να πάρει απόσταση.
Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι ο "Άγριος Σπόρος" είναι ένα καλοδουλεμένο, στιβαρό και ειλικρινές έργο μέσα στο πλαίσιο που ο ίδιος ο συγγραφέας θέτει. Για μένα, όμως, παραμένει και μια υπενθύμιση ότι η αναπαράσταση της κοινωνικής πραγματικότητας δεν οδηγεί αυτομάτως ούτε στη γνώση, ούτε στη λύτρωση - κάποιες φορές απλώς την επαναλαμβάνει.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε εδώ.



Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου