Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Cleansed | ⏺⏺⏺

Ο έρωτας βρίσκεται στο επίκεντρο της τέχνης από καταβολής κόσμου. Άλλοτε θεωρείται ευλογία, άλλοτε κατάρα — ανάλογα με την έκβασή του — πάντα, όμως, το κύριο «Θέμα». Τα χαρακτηριστικά της ερωτικής συνάφειας, ιδίως ως προς το αμφίδρομο στοιχείο της, σκιαγραφούν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που αυτή θα ιδωθεί. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο έρωτας κρίνεται εφάμιλλος της ασθένειας, ιδίως στις περιπτώσεις που το υποκείμενο της ερωτικής επιθυμίας προσκρούει με δύναμη πάνω σε τοίχο, είτε γιατί το αίσθημα βιώνεται ως μονόπλευρο, είτε γιατί οι δεδομένες συνθήκες δεν επιτρέπουν το ξεπέταγμα του βλαστού του ερωτικού μίσχου.

Στην αναζήτηση προσεγγίσεων του έρωτα ως ασθένεια, μπορεί κανείς να συναντήσει τη βαθιά ενδιαφέρουσα ανάλυση του Roland Barthes (την οποία ομολογώ ότι αγνοούσα) στο έργο του “Fragments d’un discours amoureux”:

«Η ερωτική καταστροφή μπορεί να πλησιάζει αυτό που έχει ονομαστεί, στο πεδίο της ψύχωσης, μια ακραία κατάσταση, “μια κατάσταση που βιώνεται από το υποκείμενο ως αμετάκλητα προορισμένη να το καταστρέψειˮ· η εικόνα αντλείται από όσα συνέβησαν στο Νταχάου. Δεν είναι άραγε απρεπές να συγκρίνεται η κατάσταση του ερωτοπαθούς υποκειμένου με εκείνη ενός κρατουμένου στο Νταχάου; Μπορεί μία από τις πιο αδιανόητες προσβολές της Ιστορίας να συγκριθεί με ένα ασήμαντο, παιδαριώδες, εκλεπτυσμένο, σκοτεινό επεισόδιο που συμβαίνει σε ένα άνετο υποκείμενο, το οποίο δεν είναι παρά θύμα του ίδιου του ρεπερτορίου των Εικόνων του; Κι όμως, αυτές οι δύο καταστάσεις έχουν κάτι κοινό: είναι καταστάσεις πανικού — καταστάσεις χωρίς υπόλοιπο, χωρίς επιστροφή· έχω προβάλει τον εαυτό μου στον άλλον με τέτοια δύναμη, ώστε όταν βρίσκομαι χωρίς τον άλλον δεν μπορώ να ανακτήσω τον εαυτό μου, να ξαναβρώ τον εαυτό μου: είμαι χαμένος, για πάντα.» (Barthes, Roland (1978) A Lover’s Discourse. Hill and Wang, 2010: 48-49)

Η ιδέα της απώλειας του άλλου μισού — ή έστω εκείνου που οραματιζόμαστε ως έτερον ήμισυ — φαντάζει πράγματι αβάσταχτη για το ίδιο μας το είναι, ιδίως όταν έχουμε επενδύσει στην κοινή ζωή μας με τρόπο αδιαπραγμάτευτο. Ένας εσωτερικός θάνατος που δεν συνοδεύεται πάντα από φυσικό θάνατο, αλλά βιώνεται ως τέτοιος. Στο τέλος της ημέρας, ο έρωτας μπορεί να προκαλέσει τόση βία, τόσο πόνο και τόση δυστυχία, ώστε να λαμβάνει διαστάσεις βασανιστηρίου, ιδίως στη μετάβαση από την ύπαρξη στην απουσία — ή ακόμη χειρότερα, στην ανυπαρξία.

Η Sarah Kane πατάει — βάσει και δικών της δηλώσεων — πάνω σε αυτό το ιδιότυπο μεταφορικό σχήμα του Barthes και προσφέρει το 1998 στο βρετανικό κοινό το “Cleansed”. Μια βίαιη και ψυχοπαθολογική αποτύπωση του έρωτα ως βαριά και αυτοκαταστροφική ψυχασθένεια.

Φέτος στην Ελλάδα, μετά το αριστουργηματικό "Λεωφορείο ο Πόθος", ο Δημήτρης Καραντζάς βουτά στον παράξενο κόσμο της Kane. Το βάδισμά του στο σύμπαν της ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ονειρικότητα. Δεν είναι εύκολο — και ίσως ούτε σκόπιμο — να ακολουθήσει κανείς έναν γραμμικό ειρμό σκέψης ή κινήτρων είτε του δημιουργού, είτε των ίδιων των χαρακτήρων του έργου. Οι ήρωες κινητοποιούνται τόσο από τα πάθη τους, όσο και από ασυνείδητες δυνάμεις που στοιχειώνουν τους εφιάλτες τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο βρίθει από ψυχιατρικές καταστάσεις όπως η σχιζοφρένεια, η οριακή διαταραχή προσωπικότητας ή φύλου, ο αυτοτραυματισμός, ο αυτοκτονικός ιδεασμός ή ο αυτισμός, ενώ ταυτόχρονα παραθέτει σχέσεις και συμπεριφορές που παρεκκλίνουν από το λεγόμενο "κοινό αίσθημα" ή την "κανονικότητα", όπως η ομοφυλοφιλία, η αιμομιξία, ο σαδισμός και η εξάρτηση.

Τέσσερα ζευγάρια περιδιαβαίνουν τον εσωτερικό τους κάτω κόσμο αναζητώντας το άλλο τους μισό, το καθένα μέσα από μια ψυχασθένεια που ενδεχομένως και να προϋπήρχε, αλλά εκρήγνυται ακόμη και ως αποτέλεσμα της ίδιας της απώλειας. Ο άνομος έρωτας δύο αδελφιών, ο χωρίς όρια και μεγαλόστομος έρωτας ενός ζευγαριού ομοφυλόφιλων, ο στοργικός μονόπλευρος οιδιπόδειος έρωτας και ο έρωτας της εναλλασσόμενης εξουσίας. Όλα αυτά εκτυλίσσονται σε έναν άχρονο τόπο, τον οποίο η Kane όρισε στα όρια ενός πανεπιστημίου και ο Καραντζάς μετέφερε πιο άμεσα σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Σε κάθε περίπτωση, ο τόπος αυτό καταλήγει να λειτουργεί ως ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους ήρωες. 

Δεν μου είναι απολύτως ξεκάθαρο αν ο σκηνοθέτης επιθυμεί να αντιμετωπίσει τους ήρωες ως πραγματικά πρόσωπα ή περισσότερο ως περιφερόμενες ψυχές σε ένα ιδιότυπο καθαρτήριο. Το δεύτερο δεν θα μου προκαλούσε έκπληξη, καθώς η καθαρτήρια αίσθηση διαπερνά συχνά το έργο του Καραντζά, ακόμη και σε φύσει ρεαλιστικά κείμενα, όπως ο “Γλάρος” του Τσέχοφ ή η “Έντα Γκάμπλερ” του Ίψεν. Η φιγούρα του Τίνκερ, ως πανόπτης και βασανιστής, ενσαρκώνει την εξουσία, την κοινωνία και ως ένα βαθμό και τον ίδιο τον πυρήνα έκρηξης της ψυχαθένειας. Βέβαια ούτε και ο ίδιος καταφέρνει να διαφύγει τελικά της ασθένειας του έρωτα, μάλιστα στην πιο ωμή, αγοραία μορφή του.

Οι συντελεστές της παράστασης, δίχως να αφήνω κανέναν απέξω, υπηρετούν υποδειγματικά, κατά τη γνώμη μου, τόσο το σκηνοθετικό όραμα, όσο και την αρχική τάση της Kane για την ανάδειξη ενός θεάτρου «ωμά επιθετικού ή προκλητικού, τέτοιου που δεν μπορεί κανείς να το αγνοήσει ή να το αποφύγει», αυτό που ο A. Sierz όρισε ως “in-yer-face theatre” (https://inyerfacetheatre.com/what.html).

Φεύγοντας από το “Cleansed” δεν διακατέχεσαι σίγουρα από ηρεμία ή γαλήνη. Το σοκ έχει λειτουργήσει — μέχρι ενός σημείου. Το ερώτημα είναι αν αυτό το σοκ εδράζεται σε μια αιτιολογική βάση ικανή να σε ακολουθήσει ουσιαστικά την επόμενη μέρα.

Στρεφόμενος στον πυρήνα του έργου της Kane, τόσο ως προς τη δυναμική του shock effect, όσο και ως προς την ανάγκη της να προσεγγίσει τον κόσμο μέσω της βίας και της ψυχοπαθολογίας, θεωρώ πως πρόκειται για μια αισθητική απολύτως τέκνο της δεκαετίας του ’90. Μιας εποχής που επιδίωκε περισσότερο να φέρει τον θεατή σε αμηχανία παρά να τον παρηγορήσει.

Το ζήτημα, ωστόσο, είναι κατά πόσο αυτή η στρατηγική παραμένει λειτουργική σήμερα, σε μια εποχή όπου το σοκ, η βία και η ψυχοπαθολογία δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά οργανικό κομμάτι της καθημερινής μας οπτικής εμπειρίας. Όταν τα μέσα του “in-yer-face” έχουν ενσωματωθεί στα κοινωνικά δίκτυα, στις ειδήσεις, στην ίδια την πραγματικότητα, τι απομένει στο θέατρο πέρα από την αναπαραγωγή τους;

Μέρες μετά την παράσταση, δεν είμαι βέβαιος τι σπόρο φύτευσε εντός μου το “Cleansed” — αν φύτευσε κάποιον. Ίσως όχι έναν συναισθηματικό σπόρο, ίσως όχι εκείνον που το έργο αρχικά επαγγελλόταν, αλλά έναν πιο ψυχρό, γνωσιακό προβληματισμό γύρω από τα όρια της ίδιας του της μεθόδου. Πέραν της εικαστικής του αρτιότητας, την οποία θα μπορούσε κανείς να αντλήσει και από άλλες πηγές, το έργο δυσκολεύεται σήμερα να υπηρετήσει τόσο το shock effect, όσο και την αλληγορική ανάγνωση του έρωτα μέσω της ψυχοπαθολογίας.

Το 1998, η βία και η ψυχική εκτροπή δημιουργούσαν απόσταση ικανή να λειτουργήσει μεταφορικά. Σήμερα, όμως, αυτή η απόσταση μοιάζει να έχει καταρρεύσει. Η βία δεν φαίνεται λειτουργεί πια ως σύμβολο, αλλά περισσότερο ως γνώριμο τοπίο, με αποτέλεσμα το έργο να κινδυνεύει να προσληφθεί σχεδόν ντοκιμαντερίστικα — κάτι που αποδίδει στο “Cleansed” μια ακαδημαϊκότητα, ξένη νομίζω προς τις αρχικές προθέσεις της δημιουργού του.

Ίσως, τελικά, αυτή να είναι και η μοναδική σκηνοθετική «αδυναμία» της προσέγγισης: όχι ότι δεν σέβεται την Kane, αλλά ότι τη σέβεται τόσο πολύ, ώστε να μην αμφισβητεί αν τα εργαλεία της παραμένουν σήμερα εξίσου επικίνδυνα. Και για ένα έργο που γράφτηκε για να είναι επικίνδυνο, το ερώτημα δεν είναι αν είναι καλοπαιγμένο ή συνεπές, αλλά αν εξακολουθεί να μπορεί να τραυματίσει παραγωγικά το θεατή.

 Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε εδώ.




Σχόλια