Βαρύθυμος κατηφόρισα σε ένα σοκάκι δίπλα από τη Βαρβάκειο, μια Δευτέρα, για να παρακολουθήσω την «Εκδίκηση του Φώτη». Δεν ήξερα τον Φώτη· πόσο μάλλον δεν ήμουν σε θέση να γνωρίζω για ποιο πράγμα ήθελε να εκδικηθεί τον κόσμο. Το μόνο που ήξερα, με σχετική βεβαιότητα, ήταν σκόρπιες πληροφορίες, όπως ότι ο Φώτης κινείται στο queer φάσμα και ότι τα έχει βάλει με την τηλεόραση των 90s. Βγαίνοντας από εκείνη την πολυκατοικία, μπορώ να πω ότι δεν ήμουν το ίδιο βαρύθυμος, ωστόσο παρέμενα κάπως προβληματισμένος.
Για αρχή, να σημειώσω ότι θα περιέγραφα την «Εκδίκηση του Φώτη» περισσότερο ως ένα project παρά ως μια παραδοσιακή θεατρική παράσταση. Ο Βασίλης Βηλάρας κάνει μια σπουδή πάνω στην τηλεόραση των 90s και αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο τα πρότυπα συμπεριφοράς — ιδίως των ανδρών — καλλιέργησαν συλλογικές στάσεις και διαμόρφωσαν το ασυνείδητο μιας ολόκληρης γενιάς. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, και το βλέπεις να εξελίσσεται μπροστά σου υπό τη μορφή μιας θεατρικής «διατριβής» με οπτικοακουστικές βιβλιογραφικές αναφορές, είναι πως πολλά από τα δεινά που βιώνουμε σήμερα σε κοινωνικό επίπεδο γαλουχήθηκαν σταθερά και μεθοδικά κατά τη δεκαετία του 90.
Υπό αυτή την έννοια, η άνοδος του ρατσισμού, η ομοφοβία, η έκρηξη της βίας κατά των γυναικών ή των ομοφυλόφιλων, η ένταση του φαινομένου των γυναικοκτονιών και η αντικειμενικοποίηση της γυναίκας μπορεί να μην οφείλονται άμεσα στα πρότυπα που μετέδιδαν τα τηλεοπτικά προϊόντα των περασμένων δεκαετιών, αλλά αυτά σίγουρα λειτούργησαν έμμεσα και βασανιστικά — και αυτό ίσως είναι χειρότερο — ως οινεί εκπαιδευτικές πλατφόρμες, συντελώντας καθοριστικά σε μια κοινωνική, πολιτισμική και γνωστική αλλοτρίωση.
Ο αντίλογος που θα εκφέρει κάποιος — σχεδόν αυτόματα — έχει να κάνει με την «τυραννία» της πολιτικής ορθότητας στη σύγχρονη εποχή, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την τηλεόραση των 90s ως μια «όαση» ελεύθερης έκφρασης, αποδεσμευμένης από τους καταναγκασμούς της WOKE agenda, του άκρατου και άλογου δικαιωματισμού και της ελευθεριότητας του αμερικανικού πνεύματος των Δημοκρατών. Παρότι σε ορισμένα πεδία αναγνωρίζω ψήγματα αυτού του τυπικού αντιλόγου, δεν νομίζω ότι έχει εφαρμογή στην περίπτωση του «Φώτη». Αντίθετα, η επίκληση της τυραννίας της πολιτικής ορθότητας μοιάζει παρακινδυνευμένη, καθώς πολλές από τις αναφορές της ελληνικής τηλεόρασης των 90s ήταν αρκούντως κακοποιητικές ακόμη και για τα δεδομένα της εποχής τους.
Απλώς, οι υποδοχείς αυτής της ασυνείδητης «εκπαιδευτικής» πληροφορίας — όντας ανήλικοι — δεν μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν πλήρως τον επιζήμιο χαρακτήρα της. Εξάλλου, η οπτική ταυτότητα των τηλεοπτικών χαρακτήρων δεν απείχε ιδιαίτερα από τις κοινωνικές συμπεριφορές είτε της πλειοψηφίας των γονιών των παιδιών των 90s, είτε του ευρύτερου συγγενικού τους κύκλου, είτε της ίδιας της κοινωνίας.
Αν ένα πράγμα υπογραμμίζει με έμφαση ο Βηλάρας μέσα από το έργο του, είναι η αδυναμία των ανήλικων μυαλών να αποκωδικοποιήσουν πλήρως τα μηνύματα που λάμβαναν από σειρές μαζικής κατανάλωσης και τα πρότυπα που αυτές αναπαρήγαγαν. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τη σπουδή του — αλλά και εν τοις πράγμασι — ήταν ακόμη πιο οξύ στην περίπτωση ενός παιδιού που πάλευε με την αναγνώριση της σεξουαλικότητάς του, μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν δικαιολογούσε ούτε αυτό που βίωνε, ούτε αυτό που εξελισσόταν βιολογικά μέσα του, μέρα με τη μέρα. Η ομοφυλοφιλία, άλλωστε, στην τηλεόραση των 90s ήταν είτε κάτι φαιδρό, είτε κάτι κακό, αλλά σε κάθε περίπτωση παρουσιαζόταν ως κάτι που μόνο δεινά μπορούσε να επιφέρει στο υποκείμενο ενδιαφέροντος.
Σε τεχνικό επίπεδο, ο δημιουργός χρησιμοποιεί μια ακραία συνθήκη — εκείνη ενός παιδιού που επιλέγει τον απόλυτο εγκλεισμό και την απομόνωση από τον κόσμο, καθώς δεν μπορεί να αναγνωρίσει ή να εξηγήσει αυτό που του συμβαίνει και σίγουρα αδυνατεί ή φοβάται να αντιμετωπίσει την αντίδραση της κοινωνίας γύρω του. Κατανοώ αυτή την τεχνική επιλογή και, μέχρι ενός σημείου, θεωρώ ότι εξυπηρετεί αποτελεσματικά τον σκοπό της. Ωστόσο, προς το τέλος του έργου μοιάζει να «καταστρατηγείται» κάπως άτσαλα. Εκεί εντοπίζω και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της παράστασης, καθώς επιχειρεί να αντιτάξει, απέναντι σε μια μη ρεαλιστική τεχνικά δραματουργική επιλογή, μια περισσότερο ρεαλιστική διέξοδο και λύση του δράματος του Φώτη. Προσωπικά, βρήκα αυτή τη «λύση» κάπως αχρείαστη, με έντονα στοιχεία εξαναγκαστικής επίκλησης του συναισθήματος, κάτι που ακόμα και αν έλειπε, δεν θα μείωνα την ουσία της παράστασης.
Είναι, όμως, η «Εκδίκηση του Φώτη» μια queer παράσταση; Η απάντηση είναι σαφώς καταφατική, καθώς η ανάγκη να φωνάξεις «ΝΑΙ ΜΩΡΗ» δύσκολα δεν εντάσσεται στον πυρήνα του queer. Είναι, όμως, μόνο αυτό;
Ο Βασίλης Βηλάρας σαφώς νιώθει την ανάγκη να εστιάσει στο στοιχείο της ομοφυλοφιλίας — και αυτό είναι απολύτως σεβαστό. Ωστόσο, θεωρώ πως ο πυρήνας αυτής της θεατρικής σπουδής είναι πολύ ευρύτερος και, ίσως, πιο ακόμη πιο χρήσιμο από μια εστιασμένη σπουδή στη δυσκολία του ομοφυλοφιλικού ξυπνήματος και αφύπνισης. Η παράσταση προκαλεί έναν προβληματισμό, μέσα από δόσεις χιούμορ, γύρω από το τι μας διαπλάθει τελικά ως προσωπικότητες, ως συμπεριφορές, ως ανθρώπους — ή και σαν ανθρώπους, αν το δει κανείς με πιο φιλοσοφική διάθεση. Το πόσο εύκολο είναι να αναγνωρίσουμε το φαινόμενο και τις επιπτώσεις του όσο αυτό εξελίσσεται, παραμένει μια δύσκολη συζήτηση. Παρότι ο δημιουργός δεν το θέτει ρητώς, αφήνει ανοιχτά τα ερωτήματα σχετικά με την ευθύνη των ιθυνόντων — εδώ των τηλεοπτικών — και τη βαριά κοινωνική ευθύνη που φέρουν στην καλλιέργεια διαχρονικών προτύπων, συμπεριφορών και κουλτούρας. Οι αγαπημένοι μας χαρακτήρες - και κατ' ουσίαν οι δημιουργοί αυτών - δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Αντίθετα, είναι συνένοχοι για την εκπαίδευση μιας ολόκληρης γενιάς νέων και συνδημιουργεί της πραγματικότητας που βιώνουμε σήμερα.
Κι αν σήμερα κοιτάζουμε πίσω στην τηλεόραση των 90s με μια σχετική απόσταση, ίσως αξίζει να αναρωτηθούμε όχι μόνο τι μας έκανε τότε, αλλά και τι συνεχίζει να μας κάνει τώρα — απλώς με πιο εξελιγμένα μέσα και λιγότερο εμφανή σημάδια. Η «Εκδίκηση του Φώτη», αφήνοντας στην άκρη τη συναισθηματική λύση του δράματος, δεν μοιάζει να ζητά ρητά την εγρήγορση του θεατή· περισσότερο καταγράφει, αναπαριστά και αφήνει τα υλικά της έκθεσης μπροστά σου. Και ίσως εκεί ακριβώς να εντοπίζεται και το όριό της, καθώς η ευθύνη της αφύπνισης και της αναζήτησης της μεγάλης εικόνας μετατίθεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στον θεατή, με μια σχετική υπονόμευση στο φινάλε από το έντονο queer στοιχείο — όχι του πυρήνα, αλλά της κατάληξης.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν αναγνωρίζουμε πια την προβληματική της τηλεοπτικής μας παιδικής ηλικίας — αυτό λίγο-πολύ το έχουμε κάνει. Το ερώτημα είναι αν είμαστε διατεθειμένοι να δούμε πώς τα ίδια μοτίβα συνεχίζουν να λειτουργούν σήμερα, πιο σιωπηλά, πιο επιδέξια και ίσως πιο επικίνδυνα, χωρίς να χρειάζονται πια την υπερβολή ή την καρικατούρα για να μας διαμορφώσουν.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε εδώ.
| Πηγή: https://vasilisvilaras.com/I-Ekdikisi-toy-Foti |

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου