Η μεταφορά λογοτεχνικών κειμένων στο θέατρο είναι μια δύσκολη υπόθεση, μια επίπονη διαδικασία δημιουργίας για αυτόν που επιχειρεί τη διασκευή. Η διήγηση μέσα στις χάρτινες σελίδες είναι ελεύθερη, μη δέσμια των χρονικών και χωρικών περιορισμών μιας θεατρικής σκηνής. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχω παρακολουθήσει μερικές αριστοτεχνικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων στο θέατρο, θα ξεχώριζα εκείνες του Ασπιώτη (Λευκές Νύχτες, Κόρη του Λοχαγού) και του Τριαρίδη (Έγκλημα και Τιμωρία). Το ερώτημα είναι: η για πρώτη μεταφορά της Χαμένης Άνοιξης του Τσίρκα από τον Άρη Λάσκο, πέτυχε το στοίχημα;
Η Χαμένη Άνοιξη μιλά για γεγονότα που είναι ακόμα νωπά. Μπορεί οι εκπρόσωποι της αποστασίας να μην είναι πλέον εν ζωή, ωστόσο συγγενείς αυτών είναι κεντρικά πρόσωπα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Και αυτό μας θυμίζει πόσο δύσκολο είναι να δούμε αυτά τα γεγονότα απογυμνωμένα από την υποκειμενική διάσταση. Αν, λοιπόν, αυτό είναι δυσχερές για έναν απλό πολίτη, φανταστείτε πόσο πιο δύσκολο είναι για έναν θεατρικό συγγραφέα.
Αν έπρεπε με μια λέξη να περιγράψω τη θεατρική απόπειρα του ανεβάσματος του διδύμου Λάσκος - Φράγκος, τότε θα χρησιμοποιούσα τον όρο “υπό ωρίμαση”. Η ιδέα και η καλή πρόθεση είναι εκεί, αλλά το όλο εγχείρημα φαντάζει σε στιγμές ακούρδιστο, λίγο αδούλευτο. Για παράδειγμα, η αρχή της παράστασης που περιγράφει τα Ιουλιανά νομίζω ότι δεν λειτουργεί καλά μέσα από τις γρήγορες σειριακές προτάσεις των ηθοποιών. Ομοίως, οι δύο μουσικές προσθήκες, ιδίως εκείνη της Φλώρας, δεν προσθέτουν κάτι ουσιαστικό στην ήδη μεγάλη διάρκεια του έργου. Οι φωτισμοί είναι, επίσης, σχετικά αδύναμοι, ενώ ακόμα πιο αναίτια δυσλειτουργικές είναι οι κινούμενες παλέτες. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως η διασκευή επιχειρείται περισσότερο σε μια ντοκιμαντερίστικη λογική, γύρω από την οποία εξελίσσονται κάποιες προσωπικές ιστορίες, παρά το αντίθετο. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό. Αυτό όμως που κλωτσάει, με εξαίρεση τις ερμηνείες της Γιούλης Τσαγκαράκη και του Σιμεών Τσακίρη, είναι η λυρικότητα στις ερμηνείες των υπολοίπων συντελεστών, με αποθέωση τη σχεδόν επιδαυριακή ερμηνεία της Ελένης Ζαραφίδου, η οποία μάλιστα χτίζει αδύναμα τη μετάβαση της ηρωίδας, επιτείνοντας μια οριακή αντιπάθειά της από το κοινό).
Μεσα, λοιπόν, από μια "άγουρη" σχετικά διασκευή και σκηνοθεσία, αξίζει κάποιος να δει τη Χαμένη Άνοιξη στο Πορεία; Η απάντησή μου είναι θετική για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί το έργο είναι αδιαμφισβήτητα σημαντικό και διαχρονικό, μιλώντας για πράγματα που ενώ θεωρούμε ότι έχουμε ξεπεράσει ως έθνος, θα έπρεπε να μας απασχολούν μέχρι σήμερα. Δεύτερον, γιατί οι όποιες προσπάθειες καλλιτεχνικής προσέγγισης γεγονότων των δεκαετιών του 60 και μετά, είναι σίγουρο ότι θα φέρουν υψηλό το στοιχείο της υποκειμενικότητας, αυτό δεν μειώνει διόλου τη αξία που έχουν τα εγχειρήματα αυτά στο ιστορικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό διάλογο που καλλιεργεί το συλλογικό μας συνειδητό και ασυνείδητο!
👉 Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.


Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου