Η τέχνη βρίθει από «μεγάλους» έρωτες. Άραγε, ποιες είναι οι διαστάσεις ενός «μεγάλου» έρωτα και σε τι διαφέρει από έναν «μικρό», «καθημερινό» και κατά τ’ άλλα «ανθρώπινο»; Στο τέλος της ημέρας, ο έρωτας δεν παύει ποτέ να είναι μεγαλειώδης και ουσιαστικός, ανεξαρτήτως βεληνεκούς. Αυτό που ίσως διαφέρει από εποχή σε εποχή είναι η φορεσιά του.
Στη Χίο των αρχών του 20ού αιώνα, στα χρόνια του πρώτου μεταναστευτικού κύματος προς την Αμερική, ο έρωτας φορά σίγουρα ένα βαρύ πανωφόρι, είναι ασήκωτος, θέλει κόπο και υπομονή, δεν σε απελευθερώνει αφήνοντάς σε να πετάς στα ουράνια. Οι συνθήκες της καθημερινότητας, η ανέχεια, η δίψα για ένα καλύτερο αύριο, κάνουν τον έρωτα βαρύ. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η πλάση γύρω είναι και αυτή θολή, αβέβαιη, άγνωστη — όπως όλα τα πράγματα που δεν ξέρουμε επακριβώς ή νομίζουμε ότι γνωρίζουμε μέσα από δοξασίες και θρύλους.
Αυτή την ιδέα μετουσιώνει η Σώτη Τριανταφύλλου σε λέξεις — για την ακρίβεια, σε επιστολές — ανάμεσα σε δύο αγαπημένους, την Ελέγκω και τον Δημοστένη. Σε μια εποχή που η επικοινωνία ήταν φραγμένη, με κάθε λέξη να αναμένει μήνες για μια απάντηση, συχνά διά μέσου αντιπροσώπου, χωρίς να μπορείς να εκφράσεις με απόλυτο και πιστό τρόπο τα συναισθήματα, τους φόβους και τις αγωνίες σου. Αναλογίζομαι ότι σήμερα, στα χρόνια της άμεσης επικοινωνίας και των κοινωνικών δικτύων, η συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων μπορεί τελικά να είναι παρασάγγας πιο φραγμένη — και, ως εκ τούτου, αφάνταστα λιγότερο ουσιαστική.
Ο Δημοσθένης, στο μακρινό Πιτσιμπούργκο, βιώνει μια κοσμογονία την οποία δεν μπορεί να αφομοιώσει στην πληρότητά της, καθώς δεν του το επιτρέπει ούτε το μορφωτικό του επίπεδο, αλλά πρωτίστως ούτε η αβάσταχτη ταλαιπωρία του καθημερινού του μόχθου. Από την άλλη, η Ελέγκω ζει κι εκείνη μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει, απλώς με άλλους όρους και ταχύτητες, με μια βραδύτητα χαρακτηριστική για μια χώρα της παγκόσμιας περιφέρειας, όπως η Ελλάδα.
Η Αρκαδία Ψάλτη σκηνοθετεί αυτούς τους δύο ανθρώπους λιτά, κυρίως μέσα από τη χρήση props, ελαχιστοποιώντας τη σωματική τους επαφή στο απολύτως απαραίτητο, προκειμένου να αναδειχθεί το βάρος της μεταναστευτικής απόστασης.
Σε ένα δύσκολο εγχείρημα — αφού η επί της ουσίας απαγγελία επιστολών μπορεί εύκολα να αποβεί ανιαρή και να οδηγήσει το θεατή σε τέλμα — τα δύο παιδιά καταφέρνουν να ζεστάνουν το ενδιαφέρον και, μέσα από μια αρχικά δυσπρόσιτη γλώσσα, να κεντρίσουν την προσοχή του κοινού. Ιδίως η Λιώση έχει μια γλυκύτητα και αθωότητα που ταιριάζει γάντι με την αφέλεια της Ελέγκω.
Τελικά, ο έρωτας στα χρόνια του «Πιτσιμπούργκου» ήταν αργός, επίπονος, με προτάσεις που χρειάζονταν μήνες για να φτάσουν στον αποδέκτη, εμπόδια που μπορούσαν να καθορίσουν τη ζωή, και συχνά το τέλος, των ανθρώπων-ηρώων. Κι όμως, ενώ σήμερα έχουμε ξεπεράσει πολλά από εκείνα τα αδιέξοδα, καταφέρνουμε να παράγουμε συνεχώς νέα: άλλες πιέσεις, άλλες αποστάσεις, άλλες μορφές σιωπής που μας οδηγούν ξανά σε μοιραίες καταστάσεις, απλώς με διαφορετική ένταση και πρόσωπο. Σήμερα οι λέξεις ταξιδεύουν σε κλάσματα δευτερολέπτου, αλλά σπάνια μένουν. Μέσα σε αυτό το τοπίο, οι επιστολές της Ελέγκω και του Δημοσθένη μοιάζουν σχεδόν προκλητικές, θυμίζοντας ότι κάποτε η επικοινωνία απαιτούσε χρόνο, ευθύνη και μια μορφή τιμιότητας απέναντι στον άλλο. Εκεί ίσως βρίσκεται και η δύναμη της παράστασης, ότι χωρίς να το φωνάζει, μας γυρίζει έναν καθρέφτη. Και μέσα του βλέπουμε πως, όσο κι αν αλλάζει ο κόσμος, η ανθρώπινη δυσκολία στην επαφή παραμένει επίμονη, μια άσκηση που ακόμη δεν έχουμε λύσει εντελώς. Αμφίβολο, βέβαια, αν θα τη λύσουμε και ποτέ…
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου