Το αλλόκοτο στην τέχνη προκαλεί συχνά μια σαγήνη. Το ζήσαμε εσχάτως στο θεματικό αφιέρωμα στην ελληνική τέχνη της Εθνικής Πινακοθήκης. Την ίδια στιγμή, το αλλόκοτο μπορεί να προκαλέσει και τα πάθη, ιδίως τα κοινά. Και σε αυτό γίναμε μάρτυρες με την ίδια έκθεση. Δεν βαριέσαι∙ το αλλόκοτο είναι πάντα απρόβλεπτο! Ίσως γιατί το αλλόκοτο, όσο κι αν σοκάρει ή προκαλεί, μπορεί να φέρει μια περίεργη ειλικρίνεια: δεν προσποιείται πως είναι κάτι άλλο. Ίσως γι’ αυτό και μας αναγκάζει να κοιτάξουμε με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και τον εαυτό μας.
Προσωπικά, το αλλόκοτο καθαυτό δεν μου προκαλεί συνήθως (λέω συνήθως, γιατί το χέρι μου στη φωτιά δεν μπορώ να το βάλω) άβολη αίσθηση, ιδίως όταν η αξιοποίησή του φέρει νόημα και ουσία. Εξάλλου, η τέχνη από μόνη της κουβαλά έντονα τα στοιχεία της υποκειμενικότητας, καθώς και των ιδιαιτεροτήτων και ειδικών χαρακτηριστικών των καλλιτεχνικών δημιουργών. Και όσο υποκειμενικά είναι τα κίνητρα του καλλιτέχνη, τόσο ακόμη πιο υποκειμενική είναι η αντίληψη του θεατή, του δέκτη της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Με τη μικρή αυτή εισαγωγή φτάνουμε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και στο δεύτερο χρόνο της παράστασης «Μάθε με να Φεύγω» της ομάδας bijoux de kant, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Σκουρλέτη.
Σε ένα άχρονο ξενοδοχείο, που πλέον φιλοξενεί μονάχα δύο ξεχασμένες αδελφικές ψυχές, οι μέρες περνούν βασανιστικά, οριακά σαν ένα ιδιότυπο καθαρτήριο. Ένα τοπίο που μοιάζει να έχει χάσει την έννοια του χρόνου, σαν τα δωμάτια να έχουν απορροφήσει τις ζωές όσων πέρασαν χωρίς να αφήσουν κανένα πραγματικό ίχνος, πέρα από αναμνηστικά αντικείμενα του κάθε ενοίκου/εραστή.
Τη φαινομενική αδράνεια έρχεται να ταράξει ένας άντρας από τα παλιά, ο οποίος θα αποδειχθεί μοιραίος και για τους δύο πρωταγωνιστές – για τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Την ίδια στιγμή, η ξαφνική είσοδός του Οδυσσέα που επιστρέφει, επισύρει και ολέθριες συνέπειες και για τον ίδιο.
Πρόκειται για ανέκδοτο έργο του Άκη Δήμου, το οποίο ανεβαίνει μέσα από μια περισσότερο «εικαστική» παρά «θεατρική» ματιά. Αντλώντας σε μεγάλο βαθμό από το σωματικό θέατρο και την παντομίμα, οι πρωταγωνιστές δεν είναι διπλανοί άνθρωποι, αλλά μάλλον καρικατούρες συμπεριφορών και στερεοτύπων, καθ’ υπερβολή αρχέτυπα δραματικών ηρώων. Η αισθητική αυτή επιλογή δημιουργεί στιγμές οπτικής ομορφιάς, που όμως συχνά υπονομεύονται από μια δραματουργική αδυναμία να τις συνδέσει οργανικά με την εσωτερικότητα των ηρώων. Το στοιχείο της υπερβολής εντοπίζεται όχι μόνο στον λόγο τους, αλλά και στη σωματοποιημένη υποκριτική τους έκφραση. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η επιλογή να υποδυθεί τον μοναδικό γυναικείο ρόλο, εκείνον της Αγνής, ένας άντρας.
Οι ήρωες του έργου, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, είναι λειψοί, κολλημένοι σε μια εμμονή, σε έναν άγονο έρωτα ή σε μια θύμιση, αδυνατώντας να κάνουν ένα βήμα πιο πέρα. Δεν έχουν μάθει να φεύγουν. Δεν έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν το άδικο, την απόρριψη, την ατυχία, τη μοίρα, οτιδήποτε τέλος πάντων δεν τους φέρνει πιο κοντά στην ευτυχία. Αντίθετα, η ολοένα και μεγεθυνόμενη συναισθηματική τους ανικανότητα να «φεύγουν» θα καταλήξει να είναι και η καταδίκη τους.
Κι ενώ η ακινησία τους θα μπορούσε να γίνει υλικό σχεδόν ποιητικό, να μετατραπεί σε υπαρξιακή αναμονή τύπου Μπέκετ, τελικά μένει κάπως επίπεδη – σαν να λείπει ο παλμός που θα τους έκανε αληθινά τραγικούς.
Σκηνοθετικά, η παράσταση βρήκα να δομείται σε τρεις πυλώνες: παράλογο (θυμίζοντας σε πολλά σημεία τον Μπέκετ), υπερβολή (γεγονός που αποτυπώνεται πλήρως στις υποκριτικές νόρμες, ιδίως της Αγνής) και μελόδραμα (με έντονο αποτύπωμα στο ίδιο το κείμενο και στην queer αισθητική).
Το μίγμα αυτό, όμως, σε συνδυασμό με το κείμενο, έφερε το πολυπόθητο αποτέλεσμα; Η προσωπική μου άποψη είναι πως όχι.
Να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι το κείμενο καθαυτό δεν έχει κάποιο φοβερό ενδιαφέρον. Οι χαρακτήρες –πλην ίσως της Αγνής– ήθελαν κάπως πιο συνεκτική ανάπτυξη. Από την άλλη, σκηνοθετικά, η όποια προσπάθεια αντιμετώπισης αυτών των αδυναμιών του κειμένου εξαντλήθηκε στον βωμό της επιφανειακής queer και υπερβολικής ερμηνευτικής προσέγγισης, παρά στην εμβάθυνση της προβληματικής ψυχοσύνθεσης των ηρώων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στη σκηνή του τέλους, η οποία δεν χτίζεται λιθαράκι-λιθαράκι, αλλά σερβίρεται στον θεατή άγαρμπα, με μια σχεδόν «φωσκολική» διάθεση. Είναι κρίμα, γιατί το τέλος διαθέτει ένα δυναμικό εκρηκτικό, μια υπόσχεση κορύφωσης που αν είχε καλλιεργηθεί με περισσότερη λεπτότητα, θα μπορούσε να λειτουργήσει σχεδόν λυτρωτικά.
Από σκηνογραφικής πλευράς, αυτό το έντονα εναλλακτικό ανέβασμα υποστηρίζεται από ένα ακραία συμβατικό σκηνικό, σχεδόν σαν να βγαίνει από το σαλόνι τσεχοφικής ή ιψενικής παράστασης. Φέρνω στο μυαλό το περσινό ανέβασμα του Μοσχόπουλου του «Περιμένοντας τον Γκοντό», με ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό που έκοβε την ανάσα, και οι συγκρίσεις είναι αμείλικτες. Και δεν είναι η σύγκριση που πληγώνει την παράσταση, όσο η αίσθηση ότι το σκηνικό παραμένει δέσμιο μιας συμβατικότητας που δεν συνομιλεί πραγματικά με το υπόλοιπο εγχείρημα.
Διάβασα σε μια συνέντευξη του σκηνοθέτη να λέει το εξής: "Φοβάμαι ότι η αγωνία μας έχει μεταφερθεί στο πώς να κάνουμε κάτι και ενώ το κατανοώ σε δημιουργικό επίπεδο, φαίνεται ότι έχουμε ξεχάσει το τι είναι αυτό που κάνουμε". Υπό αυτό το πρίσμα, κατανοώ ότι η προσπάθεια του σκηνοθέτη είναι να απομακρυνθεί από τα «οράματα» και τα μεγάλα θεωρητικά σχήματα και να στραφεί σε μια πιο άμεση, πνευματική —με την ευρεία, ανθρώπινη έννοια— συνάντηση με το υλικό. Μόνο που αυτή η πρόθεση, όσο γνήσια κι αν ακούγεται, δεν φαίνεται πάντα να περνάει ατόφια στη σκηνή, κάπου ανάμεσα στη φόρμα, την υπερβολή και την εικαστικότητα, η απλή πράξη της κατανόησης, που ο ίδιος ομολογεί πως αναζητά, για μένα προσωπικά χάθηκε.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε εδώ.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου