Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Μονίκ Δραπετεύει | ⏺⏺⏺

Τι είναι αυτό που προσδιορίζει τους ανθρώπους; Οι επιλογές τους, το παρελθόν τους ή τα τραύματά τους; Η απάντηση σε ένα τέτοιο υπαρξιακό ερώτημα, θαρρώ πως δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Εξαρτάται τόσο από τις αντικειμενικές συνθήκες, όσο και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου – κι αυτή ακριβώς η διαρκής ταλάντωση ανάμεσα στο παρελθόν και την προσπάθεια υπέρβασής του βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου του Édouard Louis.

Ο Louis αντλεί από τα προσωπικά του βιώματα και εξιστορεί δύο στιγμές στον χρόνο. Στη μία – το παρόν – βρίσκεται σε ένα φαστφουντάδικο με τη μητέρα του, γιορτάζοντας το ανέβασμα της θεατρικής διασκευής ενός βιβλίου του στη Γερμανία. Στην άλλη – το παρελθόν – μητέρα και γιος μιλούν στο τηλέφωνο, με τον τελευταίο να προσπαθεί να καθοδηγήσει τη μάνα του προς μια «έξοδο» από τον κύκλο της βίας μέσα στον οποίο έχει παγιδευτεί.

Στη βάση του, το έργο εξιστορεί το χρονικό της δραπέτευσης μιας γυναίκας από τη βία, από έναν κακοποιητικό σύντροφο. Ωστόσο, πάνω σε αυτή τη βάση, ο συγγραφέας χτίζει πολλαπλές θεματικές: τη σχέση γονέα και παιδιού, το πώς τα τραύματα καθορίζουν την ουσία της ύπαρξής μας και τα πρότυπα συμπεριφοράς μας, την τάση μας να αναπαράγουμε δυσλειτουργικές σχέσεις και καταστάσεις (πολλές φορές ασυνείδητα), και το πόσο μας καθορίζει η ανάγκη για αναγνώριση και αποδοχή.

Το έργο φέρει, βέβαια, έναν πολύ σημαντικό κίνδυνο, τον οποίο, σε μεγάλο βαθμό, ο σκηνοθέτης (και διασκευαστής) δεν αντιμετωπίζει τόσο αποτελεσματικά: ο θεατής να μείνει στην επιφάνεια μιας ιστορίας κακοποίησης και να μη διαγνώσει τις υπόλοιπες πτυχές του έργου. Η αλήθεια είναι ότι τα flashbacks δεν βοηθούν και πολύ σε αυτή την κατεύθυνση. Ενδεχομένως, μέσω των διαλόγων του σήμερα και την αναπόληση του παρελθόντος στο σήμερα, αυτό να γινόταν λίγο πιο πετυχημένα. Κι αυτό είναι κρίμα, γιατί το συγκεκριμένο έργο καταφέρνει κάτι που δεν πετυχαίνουν πολλοί εκπρόσωποι της σύγχρονης δραματουργίας — το ισορροπημένο άγγιγμα σε πολλαπλές θεματικές, χωρίς να χάνεται η ουσία του πυρήνα του.

Τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ παραστάσεις νέων δημιουργών – Ελλήνων και ξένων – που προσπαθούν μέσα από ένα έργο να σχολιάσουν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, και μέσα από αυτή τη μαξιμαλιστική προσπάθεια τελικά να μη σχολιάζουν ουσιαστικά ούτε μία θεματική. Θαρρείς πως κάποιος τους έχει δώσει μία και μόνη ευκαιρία καλλιτεχνικής έκφρασης, τα δεκαπέντε λεπτά καλλιτεχνίας που τους αναλογούν, και μετά οφείλουν να σωπάσουν για πάντα!

Ο Louis – και ο Γιώργος Σουλεϊμάν, με τη σειρά του – αναλύει την κακοποίηση μέσα από ένα πλέγμα συνιστωσών· περισσότερο σαν μια πάθηση που πλήττεται από πολλαπλές συνοσηρότητες και όχι απλώς σαν μια αυτοτελή μόλυνση. Προσωπικά, η παράσταση με άγγιξε ακριβώς με αυτή το στοιχείο της, και όχι ως προς τον καθαυτό πυρήνα της κακοποίησης – ίσως γιατί αυτό το έχω συναντήσει πολλαπλά στο θέατρο και στις τέχνες.

Δεν θέλω ούτε spoilers να κάνω, ούτε να παρέχω ένα οδηγό της παράστασης, όμως θα ξεχώριζα δύο πτυχές της υπόθεσης, της διασκευής και της σκηνοθεσίας – υπό τη μορφή αναρωτήσεων.

Πρώτον, πόσο το τραύμα μας καθορίζει; Βρίσκεται άραγε χαραγμένο στην ψυχή μας και, σαν άγριος σπόρος, βλαστάνει όποτε οι συνθήκες είναι πρόσφορες; Μπορούμε να το θεραπεύσουμε ή απλώς αρκούμαστε στο να το αντιμετωπίζουμε κατά μέτωπο στην καθημερινή μας ζωή, μέχρι την τελευταία μας ανάσα;

Δεύτερον, εάν δεν είμαστε αρκετά δυνατοί για να αντικρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε τα τραύματά μας, ποιοι είναι αυτοί που μπορούν να μας βοηθήσουν; Αν εντέλει εμφανιστούν κάποιες «πατερίτσες» στις οποίες μπορούμε να στηριχθούμε για να κάνουμε τα πρώτα, δειλά βήματα δραπέτευσης, από τι κινητοποιούνται αυτοί οι άνθρωποι; Είναι η ανιδιοτέλεια, το αίσθημα της ευθύνης ή το γεγονός ότι μέσα από εμάς βλέπουν τους ίδιους τους εαυτούς τους;

Σε ένα πιο ρηχό επίπεδο, βρήκα τη σκηνοθετική ματιά του Σουλεϊμάν φρέσκια και τη σκηνογραφία της Θάλειας Μέλισσα άκρως χρηστική και ουσιαστική – ιδίως ως προς την πολλαπλή χρήση του πάνελ και την πανέμορφη τελική σκηνή. Μικρή μόνο επισήμανση για τη σκηνή του gay φιλιού, που ήρθε κάπως ανένταχτη στη ροή, και θα προτιμούσα να εντασσόταν σε μία παρελθοντική σκηνή, κατά την οποία η μάνα ανακαλύπτει, άθελά της, τη σεξουαλικότητα του γιου της. Ίσως τότε το έργο να αποκτούσε ακόμη έναν καθρέφτη ανάμεσα στην αποδοχή και την απελευθέρωση – δύο λέξεις που διαπερνούν την ψυχή του Louis.

Ίσως τελικά η δραπέτευση – είτε από τη βία είτε από τα τραύματά μας – να μην είναι ποτέ μια γραμμική πορεία προς την ελευθερία, αλλά μια διαρκής διαπραγμάτευση με το παρελθόν μας. Η λύτρωση μπορεί να έρχεται με θόρυβο, μπορεί και μέσα από μια αβάσταχτη ησυχία, όμως κάθε φορά που κάποιος καταφέρνει να δραπετεύσει από μια κατάσταση, μας υπενθυμίζει κάτι βαθύτερο: πως η ελευθερία, όσο προσωπική κι αν είναι, παραμένει πάντα μεταδοτική!

👉 Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση βρείτε εδώ




Σχόλια