Όταν ανακοινώθηκε το φετινό πρόγραμμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, προφανώς και ήμουν υπ’ ατμόν. Στη θέα του «Εχθρού του Λαού» του Ίψεν, υπό τη σκηνοθετική ματιά του Thomas Ostermeier, ομολογώ πως κάπως «δαγκώθηκα». Η, συνήθως, αιρετική και έντονα πολιτική προσέγγισή του δεν κουμπώνει πάντα με το προσωπικό μου γούστο. Ωστόσο, αποφάσισα να ξεπεράσω τους δισταγμούς μου και να του δώσω μια ευκαιρία.
Να σημειώσω ότι η υπέρβαση αυτή ήταν, σε έναν βαθμό, διττή. Κι αυτό γιατί ανέκαθεν θεωρούσα πως τα έργα του Ίψεν (τουλάχιστον όσα έχω δει μέχρι σήμερα) παρουσιάζουν μια ελλιπή διαχρονικότητα. Για να μην παρεξηγηθώ, ο Ίψεν υπήρξε αδιανόητα μπροστά από την εποχή του, γράφοντας – για παράδειγμα – για τη γυναικεία χειραφέτηση και απελευθέρωση σε εποχές που αυτό ήταν σοκαριστικά προκλητικό. Ωστόσο, όταν ορισμένα από αυτά τα εμβληματικά του έργα μεταφέρονται στο σήμερα – τουλάχιστον για μένα – δεν με γεμίζουν ως προς τα διαχρονικά τους νοήματα και τη σύνδεσή τους με τη σύγχρονη πραγματικότητα, ιδίως σε πιο συμβατικά ανεβάσματα.
Πάμε, όμως, στο εγχείρημα του Ostermeier. Αν η παράσταση έπρεπε να πάρει «βαθμό» βάσει των πράξεων στις οποίες πέτυχε ο σκηνοθέτης, τότε θα έπαιρνε ένα χαλαρό 3 στα 5. Για την ακρίβεια, θα έλεγα πως αυτό ακριβώς έκανε ο σκηνοθέτης: βασίστηκε σχεδόν πιστά στο έργο του Ίψεν στις τρεις πρώτες πράξεις και στη συνέχεια πειραματίστηκε με μια αιρετική και προκλητική διασκευή στις δύο τελευταίες (ιδίως στην τέταρτη).
Συνολικά, το πιο εικαστικό και σκηνογραφικό κομμάτι της αισθητικής του Ostermeier μου άρεσε. Πολύ σύγχρονο, με έξυπνες διαδοχές – απλώς, ίσως, λίγο αχρείαστα μακρά μουσικά ενθέματα σε κάποια σημεία.
Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την υπόθεση του έργου, να πω πολύ απλά και αφαιρετικά ότι αφορά στην αποδυνάμωση ενός ανθρώπου που υπερασπίζεται, μέσα σε μια κοινωνία, μια επιστημονική αλήθεια που κανείς δεν θέλει να ακούσει, γιατί απλώς δεν συμφέρει – ιδίως οικονομικά – κανέναν. Ο πρωταγωνιστής, ο Δρ. Στόκμαν, αγνοεί ότι η αλήθεια μπορεί να είναι συχνά μονοσήμαντη, αλλά η πρόσληψή της από τα κοινωνικά υποκείμενα είναι σχεδόν πάντα πολυσήμαντη. Έτσι, η κοινωνία δεν καταλήγει απλώς να τον αγνοεί, αλλά τον μετατρέπει σε έναν γνήσιο «εχθρό του λαού». Ο Ίψεν στηλιτεύει την ανθρώπινη ροπή προς την απληστία, την τάση μας να απορρίπτουμε ό,τι δεν μας συμφέρει και το πώς η δημοκρατική αξία της πλειοψηφίας μπορεί, κάποιες φορές, να μετουσιωθεί σε τυραννία.
Στην τέταρτη πράξη του πρωτότυπου έργου, ο ήρωας απευθύνεται στο λαό και, αντί να μιλήσει για τη μόλυνση των υδάτων καθαυτή, επιλέγει να μιλήσει για την κοινωνική εξέλιξη. Ο Ostermeier, ωστόσο, τον βάζει να μιλήσει για την κοινωνική απομόνωση στον ψηφιακό κόσμο, να εκφωνήσει ένα μανιφέστο εναντίον του καπιταλισμού, να επιτεθεί στην πολιτική νομενκλατούρα και να στηλιτεύσει τη διάχυτη διαφθορά σε όλα τα επίπεδα της πολιτικοκοινωνικοοικονομικής ζωής.
Και όταν αυτό τελειώνει, τα φώτα της αίθουσας ανάβουν και η φωνή δίνεται στο κοινό – ή μάλλον στους «συμπολίτες»… το λαό! Κι ως δια μαγείας, ο γιατρός παύει να είναι ο «εχθρός του λαού» και μετατρέπεται σε συνοδοιπόρο, σε αυτόν που τους εκπροσωπεί, που τους δίνει το δικαίωμα να μιλήσουν για ό,τι τους πονάει – σχεδόν ψυχαναλυτικά.
Ανάλογα με τη μέρα που θα πας, μπορεί να ακούσεις από προσωπικές ιστορίες και βιώματα έως σφοδρά πολιτικά κατηγορώ για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, τα Τέμπη, την ποιότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος ή την παγκόσμια τάξη πραγμάτων που καταδυναστεύει το προλεταριάτο.
Όταν όλη αυτή η «εκκλησία του δήμου» τελειώσει, ξαφνικά κάποιοι από τους συντελεστές αρχίζουν να πετούν νερόμπομπες στον πρωταγωνιστή και να τον προπηλακίζουν· κι έτσι, μέσα από αυτό το χάος, περνάμε στην πέμπτη πράξη, με έναν Δρ. Στόκμαν αποδυναμωμένο, που κλείνει σχεδόν καταθλιπτικά, αγνοώντας πως μπορεί να γίνει ήρωας ακόμη κι αν σταθεί μόνος του απέναντι σε όλο τον κόσμο!
Έχω να νιώσω τόσο άβολα σε θεατρική παράσταση, νομίζω, από τα «170 Τετραγωνικά» του Τσουρή – αν και για πολύ διαφορετικούς λόγους τότε. Γιατί όμως;
Πρώτον, γιατί θεωρώ πως ο σκηνοθέτης, κατά κάποιον τρόπο, με «παρενόχλησε» – με την έννοια ότι μου έκανε κάτι που δεν είχα ζητήσει και δεν επιθυμούσα. Θα μου πεις, γιατί δεν έφευγες; Ίσως γιατί, όπως και στις κακοποιητικές σχέσεις, η φυγή είναι συχνά δύσκολη (πόσο μάλλον όταν έχεις πληρώσει για να μπεις σε αυτή!).
Είναι χαρακτηριστικό πως στην παράσταση που παρακολούθησα, ένας κύριος σηκώθηκε και αποχώρησε φωνάζοντας «εγώ ήρθα για να δω Ίψεν». Το πιο σοκαριστικό ήταν ότι οι συντελεστές της παράστασης, τόσο κατά την αποχώρησή του όσο και αργότερα, τον ειρωνεύτηκαν – ιδίως ως προς το πόσο «συντηρητική» ήταν αυτή του η άποψη και θέση.
Δεύτερον – και ξεπερνώντας την ασέλγεια ενός ιδεολογικού και πολιτικού μανιφέστου που εκτυλίχθηκε υπό την επίφαση της θεατρικότητας – θεωρώ πως η σκηνοθετική αυτή ματιά αλλοίωνε το ίδιο το έργο του Ίψεν. Ο Δρ. Στόκμαν του Ostermeier αναδεικνύεται ως «φίλος» και όχι «εχθρός» του λαού, ενώ η επίθεση των μελών του θιάσου στο τέλος ερχόταν σε αντίφαση με όλο αυτό το θεατρικό δρώμενο.
Αν ο σκηνοθέτης είχε «φυτευτούς» προβοκάτορες μέσα στο κοινό που επιχειρούσαν να χειραγωγήσουν το κοινό, τότε ίσως το εύρημα θα είχε περισσότερο νόημα – θα θύμιζε τη σύγχρονη εποχή των trolls και των bots. Αλλά φευ! Τουλάχιστον, και αυτό ίσως να είναι η μόνη γνήσια αναφορά στο έργο του Ίψεν, στην άτυπη αυτή «εκκλησία του δήμου» εγώ, ο κύριος που έφυγε και λίγοι ακόμα υπήρξαμε η μειοψηφία που καταπιέστηκε από τη μαζική πλειοψηφία του αγανακτισμένου κοινού, το οποίο αποθέωσε τον «φίλο του λαού» που τους έδωσε φωνή.
Αμφιβάλλω, βέβαια, ειλικρινά αν το ίδιο κοινό, σε μια πιο σκληρή εκδοχή της παράστασης, θα θεωρούσε τόσο «φίλο» τον Δρ. Στόκμαν, αν εκείνος τους κατηγορούσε κατά πρόσωπο για την κοινωνική τους αδράνεια και το μερίδιο της συλλογικής τους ευθύνης.
Αν θεωρήσω ότι ο Ostermeier επιχείρησε μια διασκευή του έργου του Ίψεν, τότε οφείλω να την προσλάβω και να την επεξεργαστώ ως τέτοια.
Ακριβώς αυτό το εγχείρημα, όμως, βρήκα αδύναμο. Ο σκηνοθέτης πήρε ένα αδιανόητα διαχρονικό έργο – ίσως το πιο διαχρονικό του Ίψεν – ένα κείμενο-γροθιά στο στομάχι του λαού, που τον φέρνει αντιμέτωπο με τις ευθύνες του και με τις υποχρεώσεις που οφείλει να έχει απέναντι στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, και παρέδωσε ένα έργο που χαϊδεύει το κοινό, το εξιλεώνει από το μερίδιο της ευθύνης του και δρα σχεδόν σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, έστω και ασυνείδητα.
Κι αν και ο πυρήνας του αφηγήματος του Ostermeier – η κατάντια του σύγχρονου ψηφιακού ανθρώπου – έχει ουσία και νόημα, τελικά χάνεται μέσα στη λαϊκή οργή, υπονομεύοντας τη δύναμη ενός θεατρικού έπους.
Σε μια νοητική υπέρβαση, πιστεύω ότι εάν ο Ίψεν παρακολουθούσε αυτήν την εκδοχή του έργου του, πιθανότατα μπορεί και να μην την αναγνώριζε. Αυτό βέβαια είναι μια υποκειμενική υπόθεση που δεν θα επαληθεύσουμε ποτέ. Κατά τη γνώμη μου, ο Ostermeier πήρε το κείμενο ενός συγγραφέα που καυτηρίαζε τη μαζική τύφλωση και το μετέτρεψε σε συλλογικό ξέσπασμα. Εν τέλει βρήκα πως δεν οδήγησε τη θεατρική αναρώτηση ένα βήμα πιο πέρα: ποιος λέει την αλήθεια, ποιος την αντέχει και ποιος τη χειροκροτεί μόνο όταν δεν τον αφορά; Στο τέλος της ημέρας, ίσως όλοι είμαστε λίγο «εχθροί» ή λίγο «φίλοι» του λαού, ανάλογα με το ποιος κρατάει το μικρόφωνο.
👉 Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου